-
1 καπανικός
Aμὲν πολὺ καπᾱνικώτερα Ar.Fr. 492
: expld. by Ath.9.418d as, = ἁμαξιαῖα, enormous, by Hsch. as Χορταστικώτερα, more foodful, more plenteous (from καπάνη = κάπη).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπανικός
См. также в других словарях:
καπανικός — καπανικός, ή, όν (Α) (αμφβλ. ερμ.) τεράστιος ή χορταστικός («τὰ Θετταλικὰ [ενν. δεῑπνα] μὲν πολὺ καπανικώτερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Απαντά μόνο στον συγκριτ. βαθμό καπανικώτερα και προέρχεται από τη λ. καπάνη] … Dictionary of Greek